πελτές

πελτές
και μπελντές, ο
1. συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας ο οποίος περιέχει αλάτι, συντηρητικά και άλλες ουσίες που εμποδίζουν την αλλοίωσή του για μεγάλο χρονικό διάστημα και χρησιμοποιείται στην μαγειρική αντί για φρέσκια ντομάτα
2. γλύκισμα από χυμό φρούτων πηγμένο με ζάχαρη («πελτές κυδώνι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pelte < πολτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • (μ)πελτές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. συμπυκνωμένος τοματοπολτός. 2. είδος μαρμελάδας από κυδώνια ή μήλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπελντές — και μπελτές, ο βλ. πελτές …   Dictionary of Greek

  • peltea — PELTEÁ, peltele, s.f. Produs alimentar fabricat din suc de fructe fiert cu zahăr, închegat cu o masă gelatinoasă, elastică şi transparentă, asemănătoare cu jeleul. ♦ fig. Expunere scrisă sau orală, lungă şi prolixă, lipsită de miez; poliloghie,… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”