- πελτές
- και μπελντές, ο1. συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας ο οποίος περιέχει αλάτι, συντηρητικά και άλλες ουσίες που εμποδίζουν την αλλοίωσή του για μεγάλο χρονικό διάστημα και χρησιμοποιείται στην μαγειρική αντί για φρέσκια ντομάτα2. γλύκισμα από χυμό φρούτων πηγμένο με ζάχαρη («πελτές κυδώνι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pelte < πολτός].
Dictionary of Greek. 2013.